2ο Τρίμηνο

ΥΠΕΡΗΧΟΓΡΑΦΗΜΑ 2ου ΤΡΙΜΗΝΟΥ

Η εξέταση της ανατομίας του εμβρύου στο δεύτερο τρίμηνο της κύησης, γνωστή και ως υπερηχογράφημα β΄επιπέδου, είναι αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες υπερηχογραφικές εξετάσεις στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η εξέταση έχει καθιερωθεί να γίνεται μεταξύ των 20 και 23 εβδομάδων κύησης ώστε να το έμβρυο να είναι αρκετά ανεπτυγμένο για να μπορεί να εκτιμηθεί ικανοποιητικά η ανατομία του. Μεγάλες επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι το 90% των εμβρύων με συγγενείς ανατομικές ανωμαλίες θα γεννηθούν από μητέρες χωρίς παράγοντες κινδύνου, συνεπώς όλες οι έγκυες θα πρέπει να υποβάλλονται στο αναλυτικό υπερηχογράφημα του δευτέρου τριμήνου. Ο σκοπός του αναλυτικού υπερηχογραφήματος του δευτέρου τριμήνου είναι η συλλογή διαγνωστικών πληροφοριών για την βελτίωση του προγεννητικού ελέγχου ώστε να έχουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα για τη μητέρα και το έμβρυο. Οι βασικότεροι στόχοι του υπερηχογραφήματος β΄ επιπέδου είναι ο έλεγχος της ομαλής ενδομήτριας ανάπτυξης του εμβρύου με τη βοήθεια συγκεκριμένων μετρήσεων, της θέσης του πλακούντα και της ποσότητας του αμνιακού υγρού καθώς και ο έλεγχος των οργάνων του εμβρύου για συγγενείς ανωμαλίες. Ελέγχονται το κρανίο, ο εγκέφαλος, το πρόσωπο, ο θώρακας, η καρδιά, η κοιλιά, οι νεφροί, η ουροδόχος κύστη, τα άνω και κάτω άκρα. Περίπου οι μισές από τις μείζονες ανωμαλίες θα απεικονισθούν στο υπερηχογράφημα και οι άλλες μισές δεν θα απεικονισθούν. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και αν το υπερηχογράφημα είναι φυσιολογικό υπάρχει πιθανότητα το μωρό να έχει κάποιο πρόβλημα. Η ευαισθησία ανίχνευσης σοβαρών συγγενών ανωμαλιών ποικίλει ανάλογα με το εξεταζόμενο όργανο του εμβρύου.

Πρέπει επίσης να επισημανθεί το γεγονός ότι η εξέλιξη και η ανάπτυξη του εμβρύου δεν σταματούν στις 22 εβδομάδες όπου γίνεται το υπερηχογράφημα β΄ επιπέδου αλλά συνεχίζουν μέχρι το τέλος της εγκυμοσύνης. Έτσι λοιπόν κάποιες ανωμαλίες μπορεί να εμφανιστούν ή να επιδεινωθούν αργότερα στην εγκυμοσύνη ακόμα και αν το υπερηχογράφημα του β΄ επιπέδου ήταν φυσιολογικό. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν κάποιες καρδιοπάθειες, κάποιες νεφροπάθειες, οι εγκεφαλικές αιμορραγίες, τα αγγειακά επεισόδια στο έμβρυο και το σύνδρομο των αμνιακών ταινιών που μπορούν να προκαλέσουν απώλεια της αρτιμέλειας, η υδροκεφαλία, η αχονδροπλασία (νανισμός), κάποιες κύστες, η διαφραγματοκήλη, η διάταση του εντέρου λόγω στένωσης ή ατρησίας κάποιου τμήματος. Προβλήματα στην ανάπτυξη του εμβρύου εμφανίζονται κυρίως στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης όπως η συμμετρική ή ασύμμετρη υπολειπομένη ανάπτυξη, η μακροσωμία, η μικροκεφαλία, η μεγαλοκεφαλία, το πολυάμνιο και το ολιγάμνιο.

Στο υπερηχογράφημα β΄ επιπέδου το έμβρυο ελέγχεται ακόμη για δείκτες (σημάδια) χρωμοσωμικών ανωμαλιών. Οι δείκτες αυτοί δεν αποτελούν ανατομικά προβλήματα απλά συναντώνται συχνότερα σε έμβρυα με χρωμοσωμικες ανωμαλίες. Δείκτες χρωμοσωμικών ανωμαλιών είναι οι κύστες χοριοειδών πλεγμάτων, η υπερηχογενής εστία στην καρδιά, το υπερηχογενές έντερο, το βραχύ μηριαίο ή το βραχύ βραχιόνιο οστό, η ήπια υδρονέφρωση, η διάταση των πλαγίων κοιλιών του εγκεφάλου, πάχυνση της αυχενικής πτυχής, το βραχύ ρινικό οστό, το προρινικό οίδημα και η αποκλίνουσα πορεία της δεξιάς υποκλείδιου αρτηρίας. Οι δείκτες αυτοί αυξάνουν τη πιθανότητα για το σύνδρομο Down κατά συγκεκριμένους συντελεστές δεν μπορούν όμως να διαγνώσουν με την παρουσία τους ούτε να αποκλείσουν με την απουσία τους το σύνδρομο Down. Η διάγνωση χρωμοσωμικών ανωμαλιών γίνεται μόνο με την αμνιοπαρακέντηση, η οποία έχει έναν κίνδυνο αποβολής 1% πάνω από το στατιστικό ποσοστό αποβολών της εγκύου.

Συμπληρωματικά μπορεί να εξεταστεί η ροή του αίματος στις μητριαίες αρτηρίες για την πρόβλεψη προεκλαμψίας και ενδομήτριας καθυστέρησης της ανάπτυξης του εμβρύου καθώς και το μήκος του τραχήλου της μήτρας για την πρόβλεψη της πιθανότητας πρόωρου τοκετού. Σε περίπτωση πολύδυμης κύησης και εφόσον δεν έχει γίνει εκτίμηση χοριονικότητας από το πρώτο τρίμηνο, το υπερηχογράφημα β’ επιπέδου μπορεί να παρέχει χρήσιμες πληροφορίες (φύλο εμβρύων, θέση πλακούντων, παραμονή σημείου λάμδα). Η χρονολόγηση της κύησης γίνεται στο υπερηχογράφημα β’ επιπέδου μόνο εάν δεν υπάρχει προηγούμενο υπερηχογράφημα το οποίο παρέχει ακριβέστερο υπολογισμό.